- συγκλητικῆς
- συγκλητικόςof senatorial rankfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκλητίς — ίδος, ἡ, Α γυναίκα συγκλητικής τάξης ή η σύζυγος συγκλητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκλητος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] … Dictionary of Greek
Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus … Dictionary of Greek